- ερώτημα
- question
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ερώτημα — ερώτημα, το και ρώτημα, το, ατος 1. διατυπωμένη ερώτηση, ζήτημα προς λύση, απορία για διευκρίνιση: Περιμένουμε απάντηση στο ερώτημα. 2. πρόταση γραπτή που υποβάλλεται σε αρχή ή υπηρεσία και στην οποία αναμένεται απάντηση. 3. φρ., «Θέλει ρώτημα;» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐρώτημα — that which is asked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερώτημα — και ρώτημα, το (AM ἐρώτημα) [ερωτώ] απορία για διευκρίνηση, πρόβλημα για λύση («μακρότερος λόγος ἐδόθη τῆς πρὸς τὸ ἐρώτημα ἀποκρίσεως», Θουκ.) νεοελλ. 1. πρόταση που υποβάλλεται σε κάποια αρμόδια αρχή ή υπηρεσία και με την οποία ζητείται απάντηση … Dictionary of Greek
ἐρώτημ' — ἐρώτημα , ἐρώτημα that which is asked neut nom/voc/acc sg ἐρώτημι , ἐρωτάω ask pres ind act 1st sg ἐρώτημαι , ἐρωτάω ask pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτημάτων — ἐρώτημα that which is asked neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτήμασι — ἐρώτημα that which is asked neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτήμασιν — ἐρώτημα that which is asked neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτήματα — ἐρώτημα that which is asked neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτήματι — ἐρώτημα that which is asked neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτήματος — ἐρώτημα that which is asked neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek